- πλασμαλήμμα
- Η ζωντανή μεμβράνη που περιβάλλει τα φυτικά κύτταρα, μέσα από το νεκρό κυτταρικό τοίχωμα. Στα ζωικά κύτταρα η αντίστοιχη μεμβράνη χαρακτηρίζεται σαν κυτταρική ή πλασματική μεμβράνη. Bλ. λ. κύτταρο.
* * *το, Νβοτ. η περικυτταρική μεμβράνη τού φυτικού κυττάρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plasmalemma < πλάσμα + αρχ. λέμμα «φλοιός, φλούδα»].
Dictionary of Greek. 2013.